Υπάρχουν τρεις μέθοδοι με τους οποίους μπορεί κάποιος να αφαιρέσει τη μήτρα:
- Κοιλιακή υστερεκτομή
- Κολπική υστερεκτομή
- Λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενη υστερεκτομή.
Όλες αυτές οι επεμβάσεις γίνονται κάτω από γενική αναισθησία.
Στην κοιλιακή υστερεκτομή μια τομή γίνεται χαμηλά στην κοιλιά και συνήθως εγκάρσια. Ανάλογα με το μέγεθος της μήτρας που πρόκειται να αφαιρεθεί η τομή έχει μέγεθος από 10 μέχρι 15 εκατοστά. Η τομή μετά την εγχείρηση καλύπτεται εύκολα από κάποιο χαμηλό εσώρουχο.
Η κολπική υστερεκτομή πραγματοποιείται διά μέσω του κόλπου. Η τομή γίνεται στην κορυφή του κόλπου κι επομένως δεν είναι ορατή. Η μήτρα τότε αφαιρείται από τον κόλπο.
Στην λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενη υστερεκτομή εκτός από την κλασική μικρή τομή που γίνεται κάτω απ’ τον ομφαλό για να εισέλθει το λαπαροσκόπιο και η βελόνα που θα γεμίσει με διοξείδιο του άνθρακα την πυελική κοιλότητα, δύο ακόμα μικρές τομές γίνονται δεξιά κι αριστερά χαμηλά στην κοιλιά απ’ όπου εισέρχονται τα λαπαροσκοπικά εργαλεία. Με τα εργαλεία αυτά ο χειρούργος θα αποκόψει τη μήτρα από τους συνδέσμους της. Όταν η μήτρα δεν υποστηρίζεται πλέον από τους συνδέσμους της που τη στηρίζουν μέσα στη πύελο τότε αφαιρείται εύκολα από μια τομή μέσα στον κόλπο.
Η μέθοδος η οποία συνήθως επιλέγεται εξαρτάται από την ένδειξη που υποβάλλει την υστερεκτομή. Η κολπική υστερεκτομή συνήθως συνηθίζεται σε περιπτώσεις με πρόπτωσης της μήτρας και όταν χρειάζεται παράλληλα κάποια διόρθωση της πρόπτωσης των πυελικών οργάνων όπως της ουροδόχου κύστης ή του ορθού. Η κοιλιακή υστερεκτομή συνήθως ενδείκνυται όταν πρόκειται να αφαιρεθεί μια μήτρα με μεγάλα ινομυώματα ή όταν αναμένονται εκτεταμένες συμφύσεις εξαιτίας ενδομητρίωσης ή πυελικών συμφύσεων. Ο χρόνος ανάρρωσης ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο της υστερεκτομής. Συνήθως παίρνει λιγότερο χρόνο η ανάρρωση ύστερα από κολπική υστερεκτομή ή από λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενη κολπική υστερεκτομή και πολλές γυναίκες αισθάνονται οτι έχουν πλήρως αναρρώσει μετά από περίπου 4 εβδομάδες. Μετά από κοιλιακή υστερεκτομή ο χρόνος ανάρρωσης είναι συνήθως πιο παρατεταμένος και θα πρέπει κανείς να αναμένει επιστροφή στις πλήρεις δραστηριότητες μετά από 2 με 3 μήνες.