Η κυτταρολογική εξέταση του τραχήλου της μήτρας γίνεται στο γραφείο του γιατρού κατά τη διάρκεια μιας τακτικής γυναικολογικής εξέτασης. Για τη εξέταση αυτή ένας κολποδιαστολέας τοποθετείται στον κόλπο της γυναίκας, και ένα δείγμα κυττάρων λαμβάνεται από το εξωτερικό του τραχήλου της μήτρας. Αυτά τα κύτταρα στη συνέχεια απλώνονται πάνω σε ένα γυάλινο slide που στέλνεται σε ένα κυτταρολογικό εργαστήριο για ανάλυση (τραχηλικό επίχρισμα ή αλλοιώς τεστ Παπανικολάου) ή συλλέγονται σε ένα μπουκαλάκι με ένα ειδικό υγρό (Κυτταρολογική Εξέταση Υγρής Φάσης). Αυτό επιτρέπει την ανίχνευση των προ-καρκινικών ανωμαλιών του τραχήλου της μήτρας σε πρώιμο στάδιο, όταν δεν υπάρχει κανένα σημάδι της ασθένειας και είναι δυνατόν η αντιμετώπιση της αλλοίωσης των κυττάρων με επιτυχία πριν αναπτυχθεί καρκίνος. Δεν είναι ασυνήθιστο μερικές φορές τα τέστ Παπανικολάου να δηλώνονται ως μη φυσιολογικά, που όμως ο περαιτέρω έλεγχος θα δείξει ότι δεν υπάρχει κάποια ανωμαλία. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, το τέστ Παπανικολάου μπορεί να ανιχνεύσει μια ανωμαλία που θα αποκαλύψει την παρουσία καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η κυτταρολογική εξέταση του τραχήλου της μήτρας είναι ένα screening test που όταν βγεί θετικό σηματοδοτεί ότι πρέπει να γίνει μια πιό προσεκτική εξέταση του τραχήλου της μήτρας (δηλαδή εξέταση κολποσκόπησης) στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν σοβαρές αλλοιώσεις στα κύτταρα του τραχήλου ή ηπιότερες αλλοιώσεις που επιμένουν.
Πώς βαθμολογούνται τα αποτελέσματα
Τα επιχρίσματα του τραχήλου περιγράφονται με διαφορετικά στάδια σοβαρότητας των αλλοώσεων. Αυτά ξεκινούν από ένα μη ειδικό «οριακό» στη περιγραφή του δείγμα όπου ο κυτταρολόγος βρίσκεται σε δίλημμα αν θα το περιγράψει φυσιολογικό ή με ήπιες αλλοιώσεις λόγω τοπικής φλεγμονής (borderline). Ακολουθούν οι αλλοιώσεις που αναφέρονται με τον όρο “δυσκαρύωση” και περιγράφονται ανάλογα με τη σοβαρότητα τους σε ήπια, μέτρια και σοβαρή και που ισοδυναμούν γενικά στις αντίστοιχες αλλοιώσεις που περιγράφονται στα ιστολογικα παρασκευάσματα CIN1, CIN2 και CIN3.
Οι borderline αλλοιώσεις απαιτούν εξέταση με κολποσκόπηση μόνο εάν η ανωμαλία επιμένει μετά την επανάληψη της εξέτασης 2-3 φορές σε διαστήματα 6 μηνών επειδή ο κίνδυνος για κακοήθεια είναι πολύ χαμηλός. Ο λόγος είναι επίσης ότι πολλές από τις bordeline αλλοιώσεις στο τέστ Παπανικολάου υποστρέφουν σε φυσιολογικό μετά από αρκετούς μήνες. Εάν το τεστ δείχνει ήπιες αλλοιώσεις τότε μπορεί αυτό να επαναληφθεί σε 6 μήνες πριν υποβληθείτε σε κολποσκόπηση μόνο αν οι αλλοιώσεις αυτές επιμένουν. Αν οι αλλοιώσεις είναι πιο σοβαρές μετρίου ή προχωρημένου βαθμού, τότε η εξέταση κολποσκόπησης γίνεται άμεσα χωρίς την ανάγκη για καθυστέρηση για επανάληψη του τέστ Παπανικολάου.