Κλινικές μελέτες εχουν δείξει ότι το τέστ ανίχνευσης εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας έχει εξαιρετική ακρίβεια για την ανίχνευση των εμβρυϊκών τρισωμιών. Ενα αποτέλεσμα που θα χαρακτηρίζεται «Υψηλού Κινδύνου» συνεπάγεται εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο τρισωμίας. Το τεστ ανιχνεύει πάνω από το 99% των εμβρύων με τρισωμία 21, 97% των εμβρύων με τρισωμία 18 και το 80% των εμβρύων με τρισωμία 13. Μετά το τεστ, ο αριθμός των γυναικών που θα χρειαστεί να προβεί σε λήψη τροφοβλάστης ή σε αμνιοπαρακέντηση είναι λιγότερο από 1%.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αν το αποτέλεσμα του τεστ δείξει υψηλό κίνδυνο ότι το έμβρυο φέρει τρισωμία 21, 18 ή 13, δεν σημαίνει ότι το έμβρυο έχει σίγουρα μία από αυτές τις χρωμοσωμιακές ανωμαλίες παρ’ όλο που είναι εξαιρετικά πιθανόν. Για αυτό το λόγο, σε περίπτωση αποτελέσματος «Υψηλού Κινδύνου» (ή αλλιώς θετικού αποτελέσματος), περαιτέρω έλεγχος με μια επεμβετική μέθοδο ενδείκνυεται.
Κατά τον ίδιο τρόπο αν το αποτέλεσμα του τεστ δείξει «χαμηλό κίνδυνο» (κάτω από 1:10.000) για το έμβρυο να πάσχει από τρισωμία 21, 18 ή 13 είναι πολύ απίθανο το έμβρυο να πάσχει από μία από αυτές τις χρωμοσωμιακές ανωμαλίες. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια εξαιρετικά μικρή πιθανότητα ότι κάποια έμβρυα με τρισωμίες δεν θα ανιχνευτούν. Ολα τα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνευτούν από κάποιο κλινικό γιατρό λαμβάνοντας υπ’όψιν το κλινικό και το οικογενειακό ιστορικό. Οι μητέρες πρέπει να συνεχίσουν με τις προγραμματισμένες υπερηχογραφικές εξετάσεις της εγκυμοσύνης.