Αυτή η υπερηχογραφική εξέταση πραγματοποιείται νωρίς στην κύηση για να επιβεβαιωθεί η βιωσιμότητα της εγκυμοσύνης και να διαπιστωθεί ότι η κύηση αναπτύσσεται μέσα στην μητρική κοιλότητα και όχι εκτός αυτής όπως μπορεί να συμβαίνει στο 1% των περιπτώσεων. Δυστυχώς περίπου το 20% των περιπτώσεων που υπάρχει θετικό τεστ κυήσεως αμέσως μετά την καθυστέρηση της περιόδου, θα καταλήξει σε αυτόματη αποβολή. Εφόσον όμως διαπιστωθεί εμβρυϊκή καρδιακή λειτουργία στην έβδομη περίπου εβδομάδα της κύησης, τότε η πιθανότητα να αποτύχει η συγκεκριμένη εγκυμοσύνη μειώνεται σε λιγότερο από 5%.
Με την εξέταση αυτή επίσης θα διακρίνουμε εάν η κύηση αυτή αφορά ένα έμβρυο ή περισσότερα. Σε περίπτωση δίδυμης κύησης θα διαπιστώσουμε εάν τα έμβρυα είναι δυνατόν να μοιράζονται κοινή κυκλοφορία μέσω του πλακούντα πράγμα που μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για την περαιτέρω εξέλιξη της. Σε αυτό το στάδιο επίσης είναι δυνατόν να πραγματοποιήσουμε ακριβέστατα τον υπολογισμό της ηλικίας κύησης. Το μήκος του εμβρύου σε αυτή τη φάση της κύησης αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη ηλικία κύησης με εξαιρετική ακρίβεια ανεξαρτήτως εάν αυτό εξελιχθεί σε μωρό μεγάλου ή μικρού βάρους. Η αντιστοιχία αυτή μεγέθους και ηλικίας κύησης χάνεται σε πιο προχωρημένες ηλικίες κυήσεως καθώς τα έμβρυα μεγαλώνουν με διαφορετικές ταχύτητες εξαιτίας του διαφορετικού γενετικού τους προγραμματισμού.